- πολυπενθής
- -ές, Α1. αυτός που πενθεί πολύ, που έχει σοβαρό λόγο ή πολλούς λόγους για να πενθεί, ο πολύ πικραμένος (α. «αλκυόνος πολυπενθέος», Ομ. Ιλ.β. «γέρον πολυπενθές», Ομ. Οδ.γ. «πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν», Ομ. Οδ.)2. (για γεγονότα) πολυθρήνητος («μόρον τῶν οἰχομένων... πολυπενθῆ», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -πενθής (< πένθος), πρβλ. αβρο-πενθής, βαρυ-πενθής].
Dictionary of Greek. 2013.